Ξεκινώ το γραπτό μου με ολόθερμες ευχαριστίες στα παιδιά του Αλέκου Αντωνιάδη-Γιανακού και προπαντός στον γιο του Ηράκλειτο, για την προθυμία τους, να μου δώσουν γραπτά στοιχεία, για να ιστορήσω τον "βίον και πολιτείαν" του γεννήτοτά τους.

Ύστερα από τόσα χρόνια που γράφω, πρώτη φορά βρέθηκα σε τόσο δύσκολη θέση, που να μην ξέρω από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω, θέλοντας να θέσω σε τάξη την πρωτοφανή δράση, την αέναη ενασχόληση με την συγγραφή βιβλίων, με την δημοσίευση άρθρων σε εφημερίδες, με τον ανυπότακτο χαρακτήρα ενός φιλοσόφου επαναστάτη, ενός τίμιου αγωνιστή, μιας δύσκολης ιστορικής περιόδου της χώρας μας.

Ο Αλέξανδρος Αντωνιάδης ήταν το τέταρτο παιδί (μετά την κόρη Ευγενία Παν. Παπαχίου) του Σχολάρχη Ιωάννου Αντ. Αντωνιάδη και της Πανωραίας Γ. Πάλλη. Γεννήθηκε στον Πολιχνίτο στις 28-8-1912, λίγους μήνες δηλαδή πριν απ’ την απελευθέρωση του νησιού απ’ την τουρκοκρατία. Γράφει κάπου: «Η Λέσβος λευτερώθηκε Νοέμβρη μήνα το 1912, ημέρα Ταξιαρχών, καθώς οι μπούκες του Αβέρωφ πρόβαλαν στο λιμάνι της Χώρας και η Τουρκιά όπου φύγει-φύγει.. Αμ’ πώς! Αφού πέντε χρόνια μετά, όχι μονάχα είχε Τούρκους το χωριό, μα τους είχε στα στήθια μας απάνω – φόβος! Μέσα στις φλέβες, μέσα στο πετσί, που αθέλητα ανατριχιάζεις, όπως όταν σκυλιά άγρια σε  παίρνουν στο κατόπι γαυγίζοντας! Λευτερώνεται ένας τόπος, μα οι σκλάβοι αργούν πολύ να νιώσουν λυτρωμό απ’ την μπολιασμένη με φόβο ψυχή τους, που τη σέρνουν σαν κληρονομική καταβολή – ραγιάδες- ραγιάδες….».

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, ο αποκλεισμός των «συμμάχων» και η πανδημία της γρίπης εξοικείωσαν τον μικρό Αλέξανδρο με τον θάνατο. Μάλιστα και ο ίδιος αρρώστησε βαριά και παραλίγο να φύγει πρόωρα απ’ τη ζωή. «Έζησα όμως» γράφει «σα να γύριζα απ’ το βασίλειο του Χάρου. Τώρα δεν μ’ έτρωγε το πρόβλημα του Ουρανού, το θάνατο δεν τον φοβόμουν καθόλου και συχνά έπιανα τον εαυτό μου να γελά στις κηδείες, κοροϊδεύοντας κείνους που έκλαιγαν».

Η Μικρασιατική καταστροφή που έφερε στο νησί της Λέσβου πλήθος προσφύγων, πέρα απ’ την εικόνα της δυστυχίας δημιούργησε προβλήματα επιβίωσης και συμβίωσης και προκάλεσε τους πρώτους προβληματισμούς στον Αλέξανδρο σχετικά με τα κοινωνικά κριτήρια αντιμετώπισης των ανθρώπων. (Ω! πόσο οικτρά επαναλαμβάνεται δυστυχώς σήμερα η τραγική ιστορία των ξεριζωμένων ανθρώπων της προσφυγιάς, που η αναλγησία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και η ανικανότητα των δικών μας, που χειρίζονται το πρόβλημα, ξεπαγιάζει βυζανιάρικα μωρά και αρρώστους ανθρώπους μέσα στις χιονολάσπες των χοτ-σποτ του νησιού μας!)

«Αδυναμία μου οι πρόσφυγες» γράφει «σα σωρός από σάρκες, εκεί στην εκκλησία, θρηνολογούσαν ασταμάτητα και τάχαν με τους Αγγλογάλλους –μαζί τους κι εγώ… μια μέρα έκλεψα ολόκληρο καρβέλι απ’ το ερμάρι του σπιτιού και τόριξα στην ποδιά της προσφυγομάνας. Το βράδυ περίμενα ξύλο απ’ το Δάσκαλο – μα τίποτα!  Άλλοτε τσακώθηκα μ’ έναν συμμαθητή μου κι έφαγε η μούρη του χώμα, γιατί έβριζε τα προσφυγάκια «Τουρκόσπουρ’», μα πάλι δεν έφαγα ξύλο. Αυτά τα καινούργια μ’ έβαλαν σε σκέψη: Άρα μπορείς να κάνεις κακό –κλεψιά, τσακωμό- και νάναι καλά! Πώς, λοιπόν, ξεχώριζε το Καλό απ’ το Κακό;».

Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα ξεκοκαλίζοντας την πατρική βιβλιοθήκη. «Τα πολλά γράμματα θα τον τρελάνουν» γκρίνιαζε η μάνα του. «Εγώ χαμογελούσα, λέγει, γιατί κανείς δεν υποψιαζόταν το μυστικό μου. Κι αυτό ήταν πως έβρισκα στα βιβλία, που διάλεγα, έναν κόσμο διαφορετικό από κείνον που αντίκριζα γύρω μου – κι ακόμα, άνοιγα δουλειές με φούντες- σύγκρινα, σχολίαζα, σκεφτόμουν, κυριαρχούσα, μ’ ένα λόγο έπλαθα τον κόσμο τον δικό μου».

Το πέρασμά του απ’ το Γυμνάσιο υπήρξε τραυματική εμπειρία, παρά την αποφοίτηση με καλό βαθμό. «Αν σ’ ένα γυμνάσιο όπου –υποτίθεται ότι είναι το φυτώριο της μελλοντικής ηγετικής μερίδας του Έθνους-, δεν αναπτυσσόταν το πνεύμα της συναδέλφωσης και αλληλοκατανόησης, από κείνους που είχαν σαν αποστολή ν’ αναπλάσουν σακατεμένες παιδικές ψυχές, να λιώσουν στο ίδιο χωνευτήρι ανομοιόμορφα στοιχεία, να μορφώσουν πρόσωπα και να καθαρίσουν καρδιές απ’ τα πάθη και σε συνέχεια, απ’ τα παιδιά, να μεταφερόταν και στα σπίτια – ε , πού στο διάβολο θα γινόταν αυτό το έργο; Σιχάθηκα τη Φιλολογία, μαράθηκε μέσα μου κάθε έρωτας για μάθηση».

Στη συνέχεια αρνήθηκε τις συμβουλές του πατέρα του να γίνει δάσκαλος, όπως είχαν κάνει τ’ αδέλφια του, οι μεγαλύτεροί του Αντώνιος και Γεώργιος. Το όνειρό του να μπει στη σχολή Ευελπίδων, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, λόγω υποτίθεται προβλημάτων στην όραση. Έτσι μένει άνεργος και χωρίς προοπτική μέχρι που βρίσκει την αποστολή που τον συνεπαίρνει αναλαμβάνοντας ανταποκριτής της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (της εφημερίδας που ίδρυσε στη Μυτιλήνη ο Μανόλης Βάλλης, ξάδερφος της μητέρας του Πανωραίας).

«ΕΜΠΡΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΟΙ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΙ…». Για άλλους σύνθημα συναγερμού, για επιβολή και εξουσία, για μένα μήνυμα σύνδεσης –επιτέλους- με ζωντανά ανθρώπινα όντα, κατατρεγμένα κι αυτά κάτω απ’ τον ήλιο… Ηλιος σε αλυκή! Εδώ ο ήλιος είναι οχτρός άσπλαχνος. Λάμες φλογερές οι αχτίδες του σπαθίζουν τις γυμνές πλάτες κι ακονίζουν πιότερο τις λάμες τ’ αλατιού που, ορθόστητες, κόβουν τις γυμνές πατούσες των αλατωρύχων, καθώς τσαλαβουτούν στα «τηγάνια». Μπότες; Αστείο πράμα! Το μαρτύριο του επιστάτη – βελζεβούλ πες, αφού μιλάμε για κολασμένους, παίζει το ρόλο πηρουνιού, στο ξεροτηγάνισμα των δουλευτάδων… Χωριό! Εργατική νομοθεσία, μέτρα προστασίας του εργάτη – όνειρα θερινής νύχτας. Συνήθειες αιώνων, ραγιαδισμός, απελευθέρωση στα χαρτιά, απανωτοί πόλεμοι, προσφυγομάνι, τι προκοπή προσμένεις; Τέτοια ανταπόκριση στο ΕΜΠΡΟΣ, με ολοσέλιδο τίτλο: «ΜΕ ΑΙΜΑ ΒΓΑΖΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΤΟ ΑΛΑΣ ΤΗΣ ΓΗΣ», το καλοκαίρι του 1932. Έτσι έγινε το ξεκίνημά του στην δημοσιογραφία, ενώ σχεδόν αμέσως παράλληλα ήταν η πορεία του στο κομμουνιστικό κίνημα. Συνέπειες; Παραπομπή στο στρατοδικείο για καθαίρεση απ’ το βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού, και ένα χρόνο εξορία στην Ανάφη, ενώ ταυτόχρονα εγγράφεται στα μαύρα κατάστιχα της Ασφάλειας.

Στην Ανάφη, η δημοσιογραφική του διάθεση, θα τον οδηγήσει στην έκδοση της παράνομης εφημερίδας τοίχου.

Με την επιστροφή του στο νησί, δεν έβαλε μυαλό. Συνεχίζει τα καυτά ρεπορτάζ στο ΕΜΠΡΟΣ, του οποίου υπήρξε αρχισυντάκτης και διευθυντής, μέχρι που το «έκλεισε» το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά. Γράφει «ΚΟΛΠΟΣ ΚΑΛΛΟΝΗΣ! Αυτή η Καλλονή, τελοσπάντων, σε πολλούς μπελάδες ήταν να με βάλει! Από κει ξεκίνησε η πρώτη εξορία, με ρεπορτάζ για τους αλατωρύχους, και τώρα –συντάκτης πια μόνιμος στο ΕΜΠΡΟΣ – αποστολή πάλι στον Κόλπο… οι ψαράδες, ένα χαράτσι 20% στα ακαθάριστα –κατάλοιπο των αγάδων- γιατί το παίρνει και το ελληνικό δημόσιο; Απεργία… Δεμένες οι βάρκες στο μουράγιο, στεγνές οι πάντα θαλασσοβρεγμένες βράκες, ανεμίζουν ανήσυχες πέρα-δώθε στους καφενέδες της Σκάλας Πολιχνίτου, -το ψαράδικο κέντρο του νησιού.  Και γω πια γράφω, γράφω… τι δύναμη είν’ αυτή! Από πού ξεκινά; Ποια κληρονομική καταβολή κινεί το χέρι μου; … οι ψαράδες νίκησαν, μα ελόγου μου πλήρωσα –με φυλάκιση τώρα… Κι έτσι μετά δύο μήνες ελευθερίας, έβλεπα πάλι τον κόσμο μεσ’ απ’ τα σίδερα».

Ακολούθησε ο πόλεμος, η εθνική αντίσταση, ξανά φυλακές… κατά τη διάρκεια της Ιταλογερμανικής κατοχής μέλος της ΠΕΕΑ, είχε λάβει μέρος στην εθνική αντίσταση και εργάσθηκε στον παράνομο τύπο. Στη διετία 1944-1945 απασχολήθηκε σε άλλη τοπική αριστερή εφημερίδα της Μυτιλήνης, την «Ελεύθερη Λέσβο» ως χρονογράφος και αρθρογράφος. Μετά την συμφωνία της Βάρκιζας, συλλαμβάνεται και πάλι και περιφέρεται μια εξαετία περίπου στα γνωστά «παραθεριστικά κέντρα αναψυχής», πότε εξόριστος και πότε φυλακισμένος. Τα βάσανά του θα πάρουν τέλος, με τα ειρηνευτικά μέτρα του Ν. Πλαστήρα το 1951, ενώ βρισκόταν έγκλειστος στις φυλακές Μυτιλήνης. Τώρα όμως στον Πολιχνίτο, αλλά και στο νησί ολόκληρο, το κλίμα δεν είναι γι’ αυτόν ευνοϊκό, από πλευράς ασφάλειας και ανεύρεσης δουλειάς, οπότε μεταβαίνει στην Αθήνα. Δουλεύει ένα διάστημα πλασιέ βιβλίων και όταν εκδίδεται η «ΑΥΓΗ» τρέχει και βρίσκει τον αρχισυντάκτη. «Τι πείρα έχεις;» «Λεσβιακές εφημερίδες… Επαρχία… Επαρχία όμως πρωτοπόρα σ’ όλη την Ελλάδα». Ν’ αντιμιλήσει έτσι στον αρχισυντάκτη; Εμ, κρα νάκανε ο άνθρωπος για συντακτικό προσωπικό, δεν θάπαιρνε αυτόν τον θρασύ, που από τώρα τού βγαζε γλώσσα. Απασχολήθηκε ο κ. Αρχισυντάκτης με το τηλέφωνο και ο δικός μας κατέβηκε άπρακτος και αυτές τις σκάλες…

Κάνοντας εδώ μια μικρή παρένθεση, καταχωρώ τα όσα γράφει ο συγγραφέας – λογοτέχνης Κώστας Μίσσιος, για τον Αλέξανδρο Αντωνιάδη Γιανακό, τον Οκτώβρη του 1991 στο ΕΜΠΡΟΣ της Μυτιλήνης.

«Απ’ όλα αυτά και πολλά άλλα που προηγήθηκαν και περιγράφει λεπτομερώς στην «Προσγείωση», που ακόμα και σήμερα πικραίνεσαι όταν τα διαβάζεις, καταλήγει να καταχωρήσει σ’ ένα βιβλίο «Προσγείωση» που ξετρύπωσα από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Μασσαλίας, ανάμεσα Σόλωνος και Ακαδημίας, «Στο διευθυντήριο της ΑΥΓΗΣ, ευγνωμοσύνης ένεκεν, γιατί αποκλείοντάς με από την εφημερίδα, προκάλεσε μέσα μου τη γόνιμη αντίδραση να προσφέρω έργο πιο χρήσιμο στον τόπο μας». Το δε βιβλίο «Προσγείωση» το χαρακτηρίζει ο Μίσσιος, «αιρετικό» για κομμουνιστές βιβλίο. Ένα βιβλίο που ναι μεν δεν στρεφόταν εναντίον του Μαρξισμού-Λενινισμού, αλλά χτυπούσε αλύπητα την τυφλή κομματική υποταγή, την στενοκεφαλιά των εχόντων την όποια ηγετική θέση, εκείνες τις γνωστές –σήμερα- «αμαρτίες», αξεπέραστα τότε «ταμπού». Και όλα αυτά μέσα απ’ την προσωπική ιστορία του συγγραφέα στο νησί μας και στους τόπους της εξορίας και των φυλακών, ιστορίας πικρής, που την έκανε πικρότερη η ιδιόρρυθμη γραφή του».

Η άρνηση του αρχισυντάκτη της ΑΥΓΗΣ τον απογοητεύει, αλλά δεν τα παρατά. Θα εργασθεί και πάλι για ένα διάστημα σαν πλασιέ βιβλίων και εν συνεχεία το πάθος του για την δημοσιογραφία θα ικανοποιηθεί. Προσλαμβάνεται και δουλεύει ως συντάκτης και διορθωτής δοκιμίων στις εφημερίδες «Αθηναϊκή» και «Βραδυνή». «Προοδευτικός Φιλελεύθερος», «Βήμα» κ.α. ως την συνταξιοδότησή του από την ΕΣΗΕΑ, της οποίας έγινε μέλος. Γράφει στις εφημερίδες για να ζήσει, γράφει και στο ερημητήριό του, στη Ζήνωνος 20, καταθέτοντας το απόσταγμα της καρδιάς του, σε ανοιχτό λογαριασμό για τον ίδιο και για τους άλλους.

Γράφει ο Κ. Μίσσιος: «Τυπώνει εν συνόλω 24 βιβλία: Το ρομάντζο της εποχής μας (1955), Καραολήδες (1956). Ο ένας και οι πολλοί (1957). Αντιμάμαλο (1958). Προσγείωση (1959), που όλα μαζί -εκτός απ’ το βιβλίο «Καραολήδες»- συνθέτουν ένα χρονικό της πολυκύμαντης ζωής του. Η ιδιόρρυθμη γραφή του και η σκληρή –έως ανελέητη- κριτική του, σε πρόσωπα και σε καταστάσεις και ειδικά σε εκείνους τους συντρόφους του, που πιστεύει ότι στάθηκαν ανήμποροι να καταλάβουν την αγωνία ενός ολόκληρου λαού και ανίκανοι να ξεφύγουν από τις «μικροαστικές αντιλήψεις, που κουβαλούσαν μέσα τους, συντελούν ώστε να μη γίνεται ιδιαιτέρως συμπαθής. Για μια δεκαετία δεν τυπώνει άλλο βιβλίο, όμως μετά και ως το 1985, άλλα 19 θα έχει στο ενεργητικό του, τα περισσότερα από τα οποία συμπεριλαμβάνονται στους ογκώδεις τόπους: Μικρή Ιλιάδα (Α-Μ 1977) και Μικρή Ιλιάδα (Ν-Ω 1980).

Και γράφει ο ίδιος ο Αλέκος προς τον Κ. Μίσσιο στις 5 Μαΐου 1986: «Άκου να δεις, τύπωσα 24 βιβλία, δεν τυπώνω άλλο. Δεν θέλω πια να βγάλω άλλο δικό μου έργο, πέρα απ’ τα 24 (=Οι ώρες μέρα και νύχτα ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου) –Τόπιασες;».  Και σταμάτησε.

Πέραν των όσων καταγράφουμε παραπάνω για την κύρια απασχόλησή του σαν δημοσιογράφου και διορθωτή δοκιμίων, αλλά και για την τεράστια συγγραφική του εργασία, έγραψε και δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά πεζογραφήματα, ποιήματα, πολιτικά, κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά δοκίμια, ιστορικά μελετήματα και απομνημονεύματα. Το δοκίμιό του «Ατομική εποχή» που είναι μέρος του έργο του «Αντιμάμαλο», κέρδισε το 1958 το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό της Ελληνικής Εκπομπής του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Μόσχας. Το σύνολο του έργου και της προσφοράς του στα γράμματα μπορεί να μην το εκτίμησαν –ως έδει- οι νεοέλληνες κριτικοί, το τίμησε όμως η Πολιτεία, με την χορήγηση τιμητικής λογοτεχνικής σύνταξης από 1 Μαΐου 1978.

Το 1982, όταν με πρόεδρο τον δραστήριο φιλόλογο καθηγητή Πέτρο Καναρίδη και Γραμμματέα την ταπεινότητά μου, περιστοιχισμένοι με ένα καλό διοικητικό συμβούλιο, είχαμε κάνει πρωτοφανείς για τον Πολιχνίτο πολιτιστικές δράσεις με τον νεοϊδρυμένο τότε Πολιτιστικό Όμιλο Πολιχνίτου, είχαμε στείλει στον Αλέκο το αριθμ. 17/1982 έγγραφό μας, ευχαριστώντας και συγχαίροντας τον συγχρόνως και για το συγγραφικό του έργο και για το ότι μας έστειλε για την βιβλιοθήκη του Συλλόγου κάποια απ’ τα βιβλία του. Τότε, απαντώντας στο έγγραφό μας αυτό, με ένα ξάφνιασμα που δεν κρύβει πως άθελά μας τον κολακεύσαμε, μας γράφει στις 4-11-1982, όπως αποσπασματικά σάς παραθέτω:

«Αγαπητοί συντοπίτες, έκπληξη για μένα η λήψη επίσημου εγγράφου  (αριθ.πρωτ. 17) του Π.Ο.Π., που εκδηλώνει ικανοποίηση για την προσφορά έργου ενός μοναχικού οδοιπόρου μέσα στο σύγχρονο «αλαλούμ». Ως τώρα τόχα παράπονο που τόσα και τόσα έργα μου είχα στείλει για να κοσμήσουν τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πολιχνίτου κι ούτε μια τυπική έστω ευχαριστήρια ανταπόκριση δεν είχα. Έχω άδικο, λοιπόν, το αριθ. 17 έγγραφό σας να το κορνιζάρω για να ξεχωρίζει μέσα στις τόσες διακρίσεις που έχω δεχτεί από λεσβιακούς – πανελλήνιους – παγκόσμιους πνευματικούς οργανισμούς; Με την αναγνώρισή σας, βγαίνει το συμπέρασμα ότι έχετε ανέβει ένα σκαλοπάτι, ξεπερνώντας την «πολιχνιάτικη καταλυτική νοοτροπία» για κάθε τι, που γεννιέται στον τόπο μας…   ό,τι και να συμβαίνει, ελόγου μου πρέπει να το φχαριστιέμαι που με τιμήσατε πριν κλείσω οριστικά τα μάτια μου… με την ευκαιρία της τέτοιας γνωριμίας μας, σας εσωκλείω ένα έντυπό μου, που εκτός απ’ το θέμα ουσίας (πάλι ενάντια σε κάθε διχασμό), τονίζω και μια παραξενιά μου, για το πώς θέλω να γράφουν και οι άλλοι το συγγραφικό μου όνομα Γιανακός με ένα (ν)».

Χαρακτηρίζοντας αγιάτρευτη πληγή τον διχασμό στην λαϊκή βάση, αναφέρεται στους Βενιζελικούς – Αντιβενιζελικούς, πως προχωρώντας ενεργά στη ζωή, έζησε τον «αχταρμά» αριστεροί – δεξιοί και καταλήγει πως, όσοι πονούν αυτόν τον τόπο, έχουν χρέος να αντιδράσουν συνειδητά, ώστε να μην τριτώσει το κακό του διχασμού. Όσον αφορά το ένα (ν) στο «Γιανακός» το θεωρεί «παραξενιά» του, που συνοδεύει τη γραφή του σαν προσωπική σφραγίδα. Και συνεχίζει:

«Το βασικό συγγραφικό μου όνομα το γράφω με ένα (ν) κι έτσι θέλω να το γράφουν όσοι μ’ εκτιμούν. Δεν είναι τελικά παραξενιά, μα αγωνιστική εκδήλωση, να καταργηθούν επιτέλους τα άχρηστα διπλά σύμφωνα. Όταν έβγαλα το πρώτο βιβλίο σαν Γιανακός το 1956, επειδή η Εισαγγελία Μυτιλήνης είχε επισημάνει «δούρειο ίππο», με μήνυσε αυτεπάγγελτα. Έκατσα στο εδώλιο για το «ψευδώνυμο». Αναστατώθηκαν οι λογοτεχνικοί κύκλοι, ο τύπος των Αθηνών έγραψε πολλά. (Τα «ΝΕΑ» με 3στηλο τίτλο στην Β’ σελίδα). Τέλος πάντων…. Ο Γιάνης Κορδάτος δεν πλήρωνε τις ρεκλάμες που του καταχωρούσαν εφημερίδες και περιοδικά σαν έγραφαν το Γιάνης με δύο (ν).  Ο δε συντοπίτης και συγγενής μου Μανόλης Βάλλης, όταν τον ρωτούσαν με πόσα (λ) γράφεται η τρέλα, απαντούσε «ανάλογα με την παλαβάδα»…»

Είχε μεγάλο πάθος με την ενότητα και σύμπνοια των ανθρώπων. Την διχόνοια και τον διχασμό, επειδή τα έζησε από πρώτο χέρι, πάλευε σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο να τα ξεριζώσει και να μην τ’ αφήσει ν’ αναπτυχθούν μέσ’ την κοινωνία μας.

Στις 22.8.1979 στέλνει ένα γράμμα στο Δημοτικό Συμβούλιο Πολιχνίτου, «για ν’ ακουστεί ένας λόγος ενότητας» γράφει. Σαν αθεράπευτος νοσταλγός συμβουλεύει, υποδεικνύει, εύχεται, εισηγείται. «Σε μένα δεν πέφτει λόγος. Έξω από τη θέση που πήρα δημόσια σαν άνθρωπος με πανθομολογούμενη «έφεση στα κοινά», ένα μόνο ας επιτραπεί να υπενθυμίσω, σαν καταστάλαγμα πικρής εμπειρίας. Τα δημοσιεύματα, οι μηνύσεις, τα τραβήγματα σε δικαστήρια, ποτέ δεν βγαίνουν σε καλό. Η γάτα γλυκαίνεται με το αίμα της γλύφοντας τον τροχό, μα ο καθένας διαισθάνεται ότι ζημιώνεται στο τέλος ο τόπος μας».

Και καταλήγει «Με πόνο καρδιάς Σας στέλνω αυτή την επιστολή, που θάθελα να διαβαστεί στην ολομέλεια του Δ.Σ. μας και όπου βρει γόνιμο χώμα, ας πιάσει ρίζες ο λόγος ο καλός».

Τέλος στις 5.8.1982, με χαρά πολλή αλλά και συγκίνηση, ομολογουμένως έλαβα απ’ τον αείμνηστο Αλέκο και εγώ μια προσωπική επιστολή. Με αποκαλούσε συγγενή του (ξάδελφος της πεθεράς μου ήταν) και τούτο με κολάκευσε. Δεν έκρυβε τη χαρά του για την συγκρότηση του Πολιτιστικού Ομίλου Πολιχνίτου. Δεν ξέρω πως πληροφορήθηκε ότι ενώ είχα υπερψηφισθεί τότε, περιορίστηκα να είμαι Γραμματέας του Συλλόγου -και όχι Πρόεδρος, που θα μπορούσα να διεκδικήσω- και τούτο για να δώσω το παράδειγμα σύμπνοιας  και συνεργασίας μέσα στον Σύλλογο. Αφού λοιπόν με συγχαίρει και γράφει για μένα τέτοια επαινετικά λόγια, που αισθάνομαι άβολα να σας τα μεταφέρω, καταλήγει: «Εύχομαι το έργο σας να είναι δημιουργικό… Όλα στον Πολιχνίτο συγκλίνουν στην εκπολιτιστική έκφραση, όμως οι Πολιχνιάτες υστερούν σε συλλογική δράση για το καλό του τόπου… Βασικό αίτιο, κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι η κομματικοποίηση στα πάντα… κρατήστε τον νέο Σύλλογο μακρυά απ’ τα κόμματα… Θέλω αυτά να σας τα πω πρόσωπο με πρόσωπο σε κάποια ομιλία στο χωριό, με πρωτοβουλία του Π.Ο.Π…. Με την ευκαιρία, σας κάνω γνωστό πως ένα ποίημά μου «Διάλογοι με την Πυθία» προκρίθηκε για την τελική αναμέτρηση στον ποιητικό διαγωνισμό που θα γίνει στους Δελφούς 15/8/1982. Λογαριάζετέ με λοιπόν Πυθιονίκη. Κι αν για τους Ολυμπιονίκες γκρέμιζαν τα τείχη για να τους υποδεχθούν, οι πυθιονίκες γκρέμιζαν τα τείχη που χωρίζουν ανθρώπινες καρδιές, με τη δύναμη του λόγου…   Πάντως αν συμφωνείτε μ’ αυτά, γράψτε με να ετοιμάζομαι για μια επίσκεψη στον Πολιχνίτο μετά της Παναγιάς και πριν απ’ τα Αη-Γιαννιού… Θέλω όμως να επαναληφθεί η υποδοχή μου στον Ξερόκαμπο, που μου έγινε το 1944, όταν γύριζα σαν αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Τότε Αγωνιστής, τώρα ποιητής. Πάντα όμως ένας άνθρωπος που πονά τον τόπο του πέρα απ’ τα κόμματα…». Δυστυχώς δεν μπόρεσε να έλθει τότε, στο άμεσο κάλεσμά μου και δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να τον τιμήσουμε, αλλά και να ακούσουμε τις παραινέσεις του, βγαλμένες μέσα απ’ το έμπειρο μυαλό και απ’ την καρδιά του αθεράπευτου νοσταλγού, που λάτρεψε τον Πολιχνίτο, όσο λίγοι άλλοι  μέχρι σήμερα.

Όταν απεφασίσθη απ’ το Δ.Σ. του Συλλόγου των Πολιχνιατών να προβεί ο Σύλλογος στην έκδοση της εφημερίδας, που κρατάμε αυτή τη στιγμή στα χέρια μας, κλήθηκε ο Αλέκος να συνδράμει με την δημοσιογραφική του πείρα στην σύνταξη του εντύπου. Πράγματι, αφειδώλευτα έδωσε τον καλύτερο εαυτό του τότε! Αυτός έδωσε το όνομα «ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ» στην εφημερίδα. Έγραψε το πρώτο κύριο άρθρο της και συνέχισε για αρκετό χρονικό διάστημα να ομορφαίνει με το γράψιμό του τις σελίδες της. Αξίζει τον κόπο να βρείτε και να ξαναδιαβάσετε τα πρώτα εκείνα φύλλα του Π.Λ.

Όμως! Στις 12 Απριλίου 1987, στη Νίκαια, ο Αλέκος Αντωνιάδης – Γιανακός, έφυγε απ’ τη ζωή, αφού έζησε έντονα και δραστήρια, όπως αποπειράθηκα και σας ιστόρησα «τον βίον και την πολιτεία του». Έφυγε συνεπής όπως πάντα, αφήνοντάς μας σαν αποχαιρετισμό τους παρακάτω στίχους του:

«Ωχ! Η Ζωή δεν είν’ αυτή μονάχα που τη ζούμε

μα κι ό,τι πίσω αφήνουμε, του Είναι μας το χνάρι

που δένεται κι απλώνεται μ’ άλλους ρυθμούς και μέτρα

στην ύπαρξη – συνέχεια, στον ψυχισμό του είδους!»

Μαρούσι, Ιανουάριος 2017